βασανίτης:

βασανίτης:

βασανίτης: λίθος — спец. пробный, пробирный камень


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βασανίτης:" в других словарях:

  • βασανίτης — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα που χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη oρθοκλάστου και πλαγιοκλάστου (λευκίτη) και μικρής ποσότητας ολιβίνη. Βρίσκεται άφθονο σε πολλές ηφαιστειογενείς περιοχές, όπως στην κεντρική Ιταλία και ιδιαίτερα στη λάβα του… …   Dictionary of Greek

  • Basanit (Gestein) — Eine vulkanische Bombe aus Basanit (schwarz) mit Dunit Einschlüssen (grün) Basanit (lateinisch Basanite, neugriechisch βασανίτης) ist ein vulkanisches Gestein und gehört zur Liste der A …   Deutsch Wikipedia

  • Basalt — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäul …   Deutsch Wikipedia

  • Basaltgestein — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • Basaltstein — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • Blaubasalt — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • Hartbasalt — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • MORB — Basaltprismen am Gangolfsberg in der Rhön Basaltsäulen am Svartifoss, Island …   Deutsch Wikipedia

  • τραχυβασάλτης — ο, Ν (πετρογρ.) ηφαιστειογενές πέτρωμα με πορφυριτικό και μερικές φορές κοκκώδη ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Trachybasalt < trachy (< τραχύς) + basalt «βασάλτης» (τ. σχηματισμένος από τον ελλ. τ. βασανίτης)] …   Dictionary of Greek

  • υαλοβασάλτης — Υαλώδης παραλλαγή του πετρώματος βασάλτη, η οποία διακρίνεται για την αφθονία μικρολιθικών και σφαιρολιθικών σχηματισμών, παρεμφερής προς τον οψιδιανό. Παλαιότερα το θεωρούσαν ορυκτό και εξαιτίας του μαύρου χρώματός του είχε την ονομασία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»